Το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται κυρίαρχα πλέον από τη συνεχή και εναγώνια αναζήτηση της ανταγωνιστικότητας. Το σημαντικό σημείο εδώ είναι πως η προσπάθεια όλων (εθνικά κράτη, διεθνικοί συνασπισμοί, περιφερειακές αρχές και διεθνικές επιχειρήσεις) για ανταγωνιστικότητα έχει ως συνολικό αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός διεθνοποιημένου πλαισίου όπου η επίτευξη της ανταγωνιστικότητας του ενός συνεπάγεται την απώλεια της ανταγωνιστικότητας για τον άλλο παράγοντα. Συνέπεια αυτού είναι και η δημιουργία ενός παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, με σαφείς ρόλους για τις διάφορες κατηγορίες των επιχειρήσεων και εθνικών οικονομιών. Στην συνεχή ζήτηση της ανταγωνιστικότητας είναι δεδομένη πλέον η εξάρτηση των επιχειρήσεων από την τεχνολογική καινοτομία, ο εκσυγχρονισμός και η ευελιξία στην παραγωγή. Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα κληθούν να ζητήσουν πηγές ανταγωνιστικότητας υπό συνθήκες:
Όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού για προσέλκυση άμεσων εξωτερικών επενδύσεων και διαρκούς ανταγωνισμού μεταξύ της μακροπρόθεσμης παραγωγικής επένδυσης αφενός και της υψηλής απόδοσης των βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων αφετέρου
Συνεχών αναδιατάξεων του παραγωγικού ιστού λόγω της παραγωγής καινοτομιών σε επίπεδα και ρυθμούς απαγορευτικούς για την Ελλάδα
Συνεχούς πίεσης για επιχειρηματική αναδιάρθρωση (εξαγορές, υπεργολαβίες, εξασφάλιση περιοχών και κλάδων 'προνομιακής' παρουσίας.
Η Κεντρική Μακεδονία έδειξε σημεία δυναμισμού άνω του μέσου όρου της χώρας, σε ότι αφορά το ΑΕΠ, την απασχόληση, τις εξαγωγές. Ωστόσο τα στοιχεία αυτά θεωρούνται ασταθή, καθώς στηρίζονται σε ένα βιομηχανικό σύστημα όπου κυριαρχούν παραδοσιακοί κλάδοι, τυποποιημένα προϊόντα και ανειδίκευτη εργασία. Στην περίοδο 1987-90, η περιφέρεια απορρόφησε το 17% των κρατικών ετήσιων δαπανών για έρευνα - ανάπτυξη, ποσοστό αρκετά χαμηλό, ιδίως εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι το ποσοστό των κρατικών ενισχύσεων που αφορούσε την έρευνα - ανάπτυξη επί του συνόλου των κρατικών ενισχύσεων προς τη βιομηχανία στην Ελλάδα ήταν μόλις το 1% (το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 10%). Στο πλαίσιο αυτό οι στρατηγικές των επιχειρήσεων προσανατολίστηκαν σε πιο παραδοσιακές λύσεις εκσυγχρονισμού, που υστερούν σε σχέση με τις απαιτούμενες δυναμικές αναδιαρθρώσεις για την επίτευξη της ανταγωνιστικότητας.